ισόβοιος

ισόβοιος
ἰσόβοιος -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον
άνθος με μήκωνα (παπαρούνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο)-* + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί-βοιος, μυριό-βοιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰσόβοιον — ἰσόβοιος worth an ox masc/fem acc sg ἰσόβοιος worth an ox neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”